παίδεμα

παίδεμα
το см. παιδεμός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "παίδεμα" в других словарях:

  • παίδεμα — παίδεμα, το και παιδεμός, ο συνεχής ή έντονη σωματική ή ψυχική κούραση, ταλαιπωρία, βάσανο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παίδεμα — το [παιδεύω] βάσανο, ταλαιπωρία, παιδεμός, δοκιμασία …   Dictionary of Greek

  • παίδεψη — η [παιδεύω] μαρτύριο, βασανισμός, ταλαιπωρία, παίδεμα …   Dictionary of Greek

  • παιδεμός — ο βλ. παίδεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυράννισμα — τυράννισμα, το και τυράγνισμα, το, ατος το βασάνισμα, το μαρτύριο, το παίδεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυραννία — τυραννία, η και τυράννια, η και τυραγνία, η και τυράγνια, η και τυράγνιο, το 1. η εξουσία του τυράννου, πιεστική και αυθαίρετη διοίκηση, τυραννίδα. 2. μτφ., καταναγκασμός, καταπίεση, μαρτύριο, παίδεμα, βάσανο: Αυτοί οι πόνοι της αρρώστιας είναι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»